- ζωγραφικως
- ζωγραφικῶςζωγρᾰφικῶςкак полагается для живописца Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ζωγραφικῶς — ζωγραφικός skilled in painting adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγραφικός — ή, ό (AM ζωγραφικός, ή, όν) [ζωγράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωγραφιά ή στον ζωγράφο, αυτός που χρησιμοποιείται ή ανήκει στη ζωγραφική («έργα ζωγραφικά») 2. το θηλ. ως ουσ. η ζωγραφική (ενν. τέχνη) μία από τις εικαστικές τέχνες,… … Dictionary of Greek